λεωσφετερος

λεωσφετερος
    λεωσφέτερος
    λεω-σφέτερος
    ὅ согражданин, соотечественник Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λεωσφετερος" в других словарях:

  • λεωσφέτερος — λεωσφέτερος, ον (Α) συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέω (βλ. λαο ) + σφέτερος «δικός τους»] …   Dictionary of Greek

  • λεωσφέτερον — λεωσφέτερος one of their own people masc/fem acc sg λεωσφέτερος one of their own people neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»